πεντελικός

πεντελικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πεντέλη: Πεντελικό μάρμαρο, μέλι κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πεντελικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντελικός — ή, ό / Πεντεληκός ή Πεντελεικός, ή, όν, ΝΑ [Πεντέλη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όρος Πεντέλη ή αυτός που προέρχεται από το όρος Πεντέλη («πεντελικό μάρμαρο») …   Dictionary of Greek

  • Πεντελικοῦ — Πεντελικός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πεντελικῶν — Πεντελικός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πεντελικόν — Πεντελικός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Penteliko Mountain — Mount Pentelikon redirects here. For the steamship, see SS Mount Pentelikon. Penteliko or Penteli (Πεντελικό Όρος, Πεντέλη) Pentelicus or Pentelikos, Vrilissos or Vrilittos and Mendeli …   Wikipedia

  • πεντελήσιος — α, ο ο πεντελικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πεντέλη + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • μειόκαινο — Γεωλογική περίοδος που αποτελεί υποδιαίρεση του καινοζωικού αιώνα της ιστορίας της Γης. Ο καινοζωικός αιώνας συνεχίζεται μέχρι σήμερα και έχει διαρκέσει 70 εκατομμύρια χρόνια, τα 69 από τα οποία ανήκουν στην υποδιαίρεση που λέγεται τριτογενές και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”